- μιγάς
- [мигас] ουσ. а. метис, мулат.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μιγάς — mixed pell mell masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάς — και μιγάδας ο και η, θηλ. και μιγάδα (ΑΜ μιγάς, άδος, ὁ και ἡ) αυτός που είναι προϊόν ανάμιξης, αναμεμιγμένος, σύμμικτος («μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ ὁμοῡ» Ευρ.) νεοελλ. 1. (βιολ. ανθρωπολ.) άτομο που προέρχεται από τη διασταύρωση δύο γενετικά… … Dictionary of Greek
μιγάδα — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδας — μιγάς mixed pell mell masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδες — μιγάς mixed pell mell masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδεσσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδος — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάδων — μιγάς mixed pell mell masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάσι — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιγάσιν — μιγάς mixed pell mell masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)